Μέγας δωρητής ΕΛΣ
Χορηγός παράστασης
Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει μια νέα παραγωγή του δημοφιλέστερου οπερατικού δίπτυχου σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου. Ο Καραθάνος, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του θεάτρου, θα κάνει το ντεμπούτο του σε έργα του ρεπερτορίου της όπερας δίνοντας μια νέα ανάγνωση στις δύο κορυφαίες όπερες του βερισμού -την Καβαλλερία ρουστικάνα και τους Παλιάτσους- μέσα από τη δική του αναγνωρίσιμη -ποιητική και ταυτόχρονα ρεαλιστική- ματιά. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της παραγωγής θα υπογράψει ο διακεκριμένος Βρετανός σκηνογράφος και ενδυματολόγος Λέσλι Τράβερς, ο οποίος εντυπωσίασε με τη σκηνική εγκατάσταση που δημιούργησε για τον πρόσφατο Πύργο του Κυανοπώγωνα της ΕΛΣ.
Η Καβαλλερία ρουστικάνα -δηλαδή ο Αγροτικός ιπποτισμός- και οι Παλιάτσοι, τα δύο αυτά κορυφαία δείγματα του κινήματος που έμεινε γνωστό ως «βερισμός» (από την ιταλική λέξη vero που σημαίνει αληθινός) και το οποίο εκφράζει τον ρεαλισμό στην ιταλική όπερα, αποτελούν ταυτόχρονα το δημοφιλέστερο δίπτυχο σε ολόκληρη την ιστορία της όπερας.
Η Καβαλλερία ρουστικάνα κέρδισε το 1890 τον διαγωνισμό για μονόπρακτες όπερες του Ιταλού εκδότη Εντοάρντο Σοντσόνιο, ο οποίος αναζητούσε ταλέντα στη νέα γενιά Ιταλών συνθετών. Δύο χρόνια αργότερα παρουσιάστηκαν στο Μιλάνο οι Παλιάτσοι, όπερα σε δύο πράξεις με πρόλογο, υπό τη μουσική διεύθυνση του Αρτούρο Τοσκανίνι, και σημείωσαν τεράστια επιτυχία. Η άρια «Γέλα, παλιάτσο» έγινε παγκοσμίως διάσημη χάρη στον θρυλικό Ιταλό τενόρο Ενρίκο Καρούζο και μέχρι σήμερα παραμένει συνώνυμη ολόκληρης της λυρικής τέχνης.
Παίρνοντας αποστάσεις από τα πάθη και τα υψηλόφρονα ιδανικά των λυρικών έργων του ρομαντισμού, οι δύο αυτές όπερες εξιστορούν τα πάθη ταπεινών, λαϊκών ανθρώπων του ιταλικού Νότου. Η γεμάτη πάθος μουσική τους ενδυναμώνει το δράμα και δημιουργεί έντονες συγκινήσεις, οι οποίες τους χάρισαν την αθανασία: από την πρώτη μέρα παρουσίασής τους, τα δύο έργα παραμένουν σταθερά στον πυρήνα των λυρικών θεάτρων όλου του κόσμου.
Ο Καραθάνος σημειώνει για τα δύο έργα: «Ποτέ τόσο αίμα δεν πήρε τόσο χειροκρότημα. Ποτέ τέτοιο έγκλημα δεν γέννησε τέτοια μουσική - δεν ήταν μόνο ο θρυλικός Καρούζο, ο Κόππολα και ο Νονός του, ο Σκορσέζε και η μαφία ολόκληρη που δεν κατάφεραν να ξεφύγουν απ' αυτή τη μουσική... Δεν κατάφερε να ξεφύγει κανένας μας! Μπήκε μες στις κουζίνες μας αποθεώνοντας τα μεσημέρια μας, μας κυνήγησε τ' απογεύματα τότε που νέοι βγαίναμε πλυμένοι και καθαροί με τη χωρίστρα στη μέση και μας λέρωνε όλο το βράδυ. Καμιά μάνα, κανένας γκόμενος δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί να σιγοτραγουδήσει ή καλύτερα να φωνάξει δυνατά άριες από την Καβαλλερία ρουστικάνα και τους Παλιάτσους, την ώρα που μαγείρευε, την ώρα που φλέρταρε άγρια. Κανείς άνθρωπος φτωχός, ψηλός, χοντρός, βαθύς, ρηχός, πλούσιος δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στην ιδέα ότι τραγουδάει το «Vesti la giubba». Τέτοιες στιγμές δεν βλέπει το κοινό μια παράσταση. Ματώνουν τα νιάτα μας».