Η Ηλέκτρα, έργο της όψιμης περιόδου του Σοφοκλή, (γράφτηκε πιθανότητα το 412 ή 411π.Χ.), δραματοποιεί ένα από τα πιο ζοφερά επεισόδια του μύθου των Ατρειδών: την εκδίκηση της Ηλέκτρας και του Ορέστη για το φόνο του Αγαμέμνονα που διέπραξαν η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος. Κεντρική μορφή του δράματος, η Ηλέκτρα, διατηρεί ζωντανή την ανάμνηση του φόνου του πατέρα της παρακαλώντας τους θεούς να βοηθήσουν στην τιμωρία των δολοφόνων του. Η επιστροφή του αδελφού της, του εξόριστου Ορέστη, δρομολογεί το έργο της τιμωρίας που θα ολοκληρωθεί με την πράξη του διπλού φόνου.
Tο δράμα του Σοφοκλή, επενδύει στην αμφισημία συνθέτοντας συνεχώς ένα πυκνό πλέγμα εικόνων και μεταφορών που αποτρέπει τα εύκολα συμπεράσματα. Η σοφόκλεια ειρωνεία διαβρώνει τα θεμέλια του προφανούς, θέτοντας ένα μεγάλο ερώτημα για το αν ο θάνατος των σφετεριστών είναι πράγματι το τέλος των συμφορών για τον οίκο του Ατρέα.
Γραμμένη μέσα στη δίνη του καταστροφικού Πελοποννησιακού πολέμου, η Ηλέκτρα του Σοφοκλή φέρει έντονα τα σημάδια της «παθολογίας του πολέμου». Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από το θεϊκό λόγο στην ανθρώπινη πράξη καθώς ο δελφικός χρησμός εντάσσεται σΆ έναν κόσμο αντιθέσεων και αντιφάσεων. Η Ηλέκτρα, πλάσμα απειλητικό και άγριο, «γεννά πολέμους». Μετουσιώνει το θρήνο σε όργανο εκδίκησης που αντί να κατευνάζει τον πόνο επιτείνει την παραφορά του.
Κομβική σημασία τόσο για το έργο όσο και για την παράσταση, η σταδιακή διασάλευση των ορίων και το βύθισμα των ηρώων σΆ έναν ανεξέλεγκτο και ολοένα αυξανόμενο εκδικητικό στρόβιλο. Οι ήρωες, κυριευμένοι από την Άτη, κτίζουν ένα ανελέητο σύμπαν όπου όλα είναι μετέωρα. Ο Ορέστης έχει σκοτώσει την Κλυταιμνήστρα αλλά ο φόνος του Αίγισθου δεν έχει ακόμα συντελεστεί.
Το έργο τελειώνει με μία άρση και όχι μία θέση. Μετά τη μητροκτονία, ο αναμενόμενος φόνος του Αιγίσθου είναι σε εκκρεμότητα, ενισχύοντας την πεποίθηση ότι η «νίκη» των ηρώων μετατρέπει τα θύματα σε νέους θύτες, βυθίζοντας σε πιο βαθύ σκοτάδι το τραγικό πεπρωμένο τους.